κεφαλικά

κεφαλικά
κεφαλικός
of
neut nom/voc/acc pl
κεφαλικά̱ , κεφαλικός
of
fem nom/voc/acc dual
κεφαλικά̱ , κεφαλικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλικάς — κεφαλικά̱ς , κεφαλικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτόκερα — ή κρυπτοκέρατα, τα ζωολ. υπόταξη ημίπτερων εντόμων τα οποία δεν φέρουν ούτε κεφαλικά ούτε κοιλιακά τριχοβοθρία και τών οποίων οι κεραίες βρίσκονται σε αύλακες στο κάτω μέρος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptocerata (<… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • μοβουλίδες — (mobulidae). Οικογένεια ψαριών. Τα κυριότερα γένη της οικογένειας είναι η μοβούλη και η μάντα ή κεφαλόπτερος. Έχουν μυτερά στηθικά πτερύγια, τοποθετημένα κοντά στα μάτια, που βρίσκονται στα πλάγια. Σε κάθε πλευρά του κεφαλιού υπάρχουν προεξοχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”